αποβουτυρώνω

αποβουτυρώνω
αποχωρίζω, αφαιρώ το βούτυρο από το γάλα, ξεβουτυρίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αποβουτυρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, αφαιρώ το βούτυρο από το γάλα: Οι εταιρείες που συγκεντρώνουν το γάλα το αποβουτυρώνουν ως ένα όριο μονάχα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκβουτυρώνω — βγάζω το βούτυρο από το γάλα, αποβουτυρώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”